- πανώριος, -ια, -ιο
- ο υπερβολικά ωραίος, ο πανέμορφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανώριος — α, ο πάρα πολύ όμορφος, πανέμορφος, ωραιότατος. επίρρ... πανώρια με πάρα πολύ όμορφο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώραιος, με συνίζηση, πρβλ. το Κάστρο τής Ωριάς (< ωραίας)] … Dictionary of Greek
ουρανοκατέβατος — η, ο 1. αυτός που είναι σαν να κατέβηκε από τον ουρανό, που ήλθε απροσδόκητα, ο ανέλπιστος 2. (κατ επέκτ.) α) εξαίρετος, θαυμάσιος («ουρανοκατέβατη τύχη») β) ο εξαιρετικής ομορφιάς, ωραιότατος, πανώριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + κατεβαίνω] … Dictionary of Greek
περικαλλής — ές, ΝΜΑ (για πρόσ. και πράγμ.) πάρα πολύ ωραίος, πολύ όμορφος, πανώριος. επίρρ... περικαλλώς / περικαλλῶς ΝΜΑ με εξαιρετική ομορφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + καλλής (< κάλλος), πρβλ. υπερ καλλής] … Dictionary of Greek
υπέρκαλος — ον, ΜΑ, θηλ. και ὑπερκάλη Α πολύ ωραίος, ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος. επίρρ... ὑπερκάλως Α (κατά τον Ησύχ.) με υπέρκαλο τρόπο … Dictionary of Greek
πάγκαλος — η, ο ωραίος, πανώριος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανέμορφος — η, ο εξαιρετικά όμορφος, ωραιότατος, πανώριος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)